βαρύφρων

βαρύφρων
βαρύφρων (-ονος), ο, η (AM)
1. (για ζώο) άγριος
2. (για άνθρωπο) απολίτιστος
αρχ.
1. βαρύθυμος
2. σκληρός, άσπλαχνος
3. σταθερός, αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -φρων < φρην (-ενός) «νους, καρδιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαρύφρων — heavy of mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύφρονα — βαρύφρων heavy of mind neut nom/voc/acc pl βαρύφρων heavy of mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυφρόνων — βαρύφρων heavy of mind gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύφρονι — βαρύφρων heavy of mind dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύφρονος — βαρύφρων heavy of mind gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυφροσύνη — βαρυφροσύνη, η (Α) [βαρύφρων] 1. δυσθυμία 2. αγανάκτηση …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”